παπυροφάγος

παπυροφάγος
πᾰπῡροφάγος [φᾰ], ον,
A eating the root of papyrus, of the Egyptians, Sch.A.Supp.761.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • παπυροφάγος — ον, Α αυτός που τρώγει ρίζες τού φυτού πάπυρος («ἐπεὶ παπυροφάγοι οἱ Αἰγύπτιοι», Σχόλ. στον Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < πάπυρος + φάγος*] …   Dictionary of Greek

  • παπυροφάγοι — παπυροφάγος eating the root of papyrus masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • -φάγος — ΝΜΑ β συνθετικό πολλών ονομάτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στο θ. φαγ τού αορ. β ἔ φαγ ον τού ρ. ἐσθίω «τρώγω» (βλ. λ. φαγεῑν). Τα σύνθετα σε φάγος ανήκουν ως επί το πλείστον στην κατηγορία τών αντικειμενικών συνθέτων,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”